συνδιαβάλλω

συνδιαβάλλω
ΜΑ
διαβάλλω κάποιον μαζί με άλλον ή διαβάλλω κάποιον από κοινού με άλλον
αρχ.
(σχετικά με περιοχή ξηράς ή θάλασσας) διέρχομαι, διασχίζω ή δαπλέω μαζί με άλλον («[τὰ πλοῑα] πάντα ἐκ τῆς Κερκύρας ξυνδιέβαλλε τὸν Ἰόνιον κόλπον», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + διαβάλλω «διαπερνώ, διαβαίνω, συκοφαντώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνδιαβάλῃ — συνδιαβάλλω cross together aor subj mp 2nd sg συνδιαβάλλω cross together aor subj act 3rd sg συνδιαβά̱λῃ , συνδιαβάλλω cross together aor subj mid 2nd sg (doric) συνδιαβά̱λῃ , συνδιαβάλλω cross together aor subj act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβεβλημένων — συνδιαβάλλω cross together perf part mp fem gen pl (epic) συνδιαβάλλω cross together perf part mp masc/neut gen pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβληθησομένων — συνδιαβάλλω cross together fut part pass fem gen pl συνδιαβάλλω cross together fut part pass masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβάλλει — συνδιαβάλλω cross together pres ind mp 2nd sg συνδιαβάλλω cross together pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιέβαλεν — συνδιαβάλλω cross together aor ind act 3rd sg συνδιέβᾱλεν , συνδιαβάλλω cross together aor ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιέβαλον — συνδιαβάλλω cross together aor ind act 3rd pl συνδιαβάλλω cross together aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνδιαβεβλημένοι — συνδιαβάλλω cross together perf part mp masc nom/voc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυνδιέβαλλε — συνδιαβάλλω cross together imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβαλλομένους — συνδιαβάλλω cross together pres part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνδιαβεβλημένους — συνδιαβάλλω cross together perf part mp masc acc pl (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”